φιαλίς

φιαλίς
-ίδος, ἡ, Α
υποκορ. τ. τού φιάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιαλίδες — φιαλίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαλίδιο — το / φιαλίδιον, ΝΜΑ υποκορ. μικρή φιάλη νεοελλ. (μυκητ.) εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει συνήθως το σχήμα φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και μέσα ή πάνω στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία είναι γνωστά ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”